- πιεσίμετρο
- το, Ντο πιεζόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίεση + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πιεσίμετρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιεζόμετρο — το, Ν φυσ. 1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής συμπιεστότητας τών υγρών 2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό τής πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre <… … Dictionary of Greek